ἐμπεδόφρων

ἐμπεδόφρων
ἐμπεδό-φρων, ον, gen. ονος, ([etym.] φρήν)
A steadfast of mind, Phalar.Ep.37.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εμπεδόφρων — ἐμπεδόφρων, ον (Α) αυτός που έχει σταθερό φρόνημα …   Dictionary of Greek

  • ἐμπεδόφρων — steadfast of mind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”